“Κάθε φορά που κατέβαιναν τα νερά του Ορινόκο, οι πιρόγες μετέφεραν τους Καρίμπε με τα πολεμικά τους τσεκούρια. Κανείς δεν μπορούσε να τα βάλει με τους γιους του ιαγουάριου. Αποδεκάτιζαν τα χωριά κι έκαναν φλάουτα με τα κόκκαλα των θυμάτων τους. Δεν φοβόντουσαν κανέναν.Έτρεμαν μόνο το φάντασμα που είχε ξεπηδήσει από την ίδια τους την καρδιά.
Το φάντασμα τους περίμενε κρυμμένο πίσω από τους κορμούς των δέντρων. Χαλούσε τα γεφύρια κι έστηνε παγίδες με δίκτυα. Έβγαινε τη νύχτα. Για να μην βρίσκουν τα ίχνη του, περπατούσε ανάποδα. Βρισκόταν στο βουνό απ’όπου κατρακυλούσαν βράχια, στο βούρκο όπου βυθιζόταν το πόδι τους, στα δηλητηριώδη φύλλα των φυτών και στον ιστό της αράχνης. Τους έριχνε μ’ένα του φύσημα, τους έβαζε τον πυρετό στ’αφτιά και τους έκλεβε τη σκιά.

Δεν ήταν ο πόνος, αλλά πονούσε. Δεν ήταν ο θάνατος, αλλά σκότωνε. Τ’όνομά του ήταν Κανάιμα και είχε γεννηθεί ανάμεσα στους νικητές για να εκδικείται για τους νικημένους.”


Απόσπασμα του Εντουάρντο Γκαλεάνο από τους Μύθους της Λατινικής Αμερικής