Ολική Άρνηση Στράτευσης και Αντιπολεμικό κίνημα
Πώς το αυθόρμητο αίσθημα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες μπορεί να οδηγήσει σε ένα μαζικό ριζοσπαστικό αντιπολεμικό κίνημα;
Σε αυτήν την πρώτη δημόσια παρουσία της συλλογικότητας, στην εισήγηση της πρώτης της εκδήλωσης και στην ουσία στο πρώτο της δημόσιο κείμενο, επιλέξαμε μία ερώτηση ως τίτλο και αρχή της. Βρεθήκαμε στη θέση να απευθύνουμε αυτό το ερώτημα δημοσίως, μετά από ένα πλήθος ερωτημάτων που υποβάλαμε στους εαυτούς μας. Κάπως έτσι δηλαδή συζητάμε ως άτομα που συσπειρώθηκαν σε συλλογικότητα, με αιτία την κοινή μας αντίθεση στον πόλεμο και με μια αφορμή: την ολική άρνηση στράτευσης κάποιων από μας.
Η βάση όμως της πολιτικής μας συμφωνίας, η οποία εξ’ αρχής προϋπήρχε, διέπει τον λόγο μαςκαι συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο της δικής μας τοποθέτησης σε αυτήν τηνσυζήτηση, είναι η κάθετη αντίθεσή μας στον μιλιταρισμό. Τον μιλιταρισμό ως εκείνη την απαραίτητη ιδεολογική και ψυχολογική συνθήκη συντήρησης, παραγωγής και διαιώνισης του στρατού, οικουμενικά και διαχρονικά, ανεξαρτήτως πολιτικού ή οικονομικού συστήματος που αυτός υπηρετεί. Ως εκ τούτου, βλέπουμε απολύτως εχθρικά την ύπαρξη του στρατού, και πρώτα από όλα, του εθνικού στρατού της χώρας που ζούμε. Θεωρούμε ότι ο στρατός είναι η κρατική μήτρα του μιλιταρισμού, χωρίς να είναι η μοναδική. Ως θεσμός παράγει και αναπαράγει ιδεολογία – συνιστώντας την ύστατη εγγύηση του επίπλαστου αισθήματος ασφάλειας – για τη διατήρηση του status quo.
Από τότε σχεδόν που η ανθρώπινη ιστορία εισήλθε στη φάση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, ο μιλιταρισμός είναι το οικουμενικό και διαχρονικό εργαλείο της εκάστοτε άρχουσας τάξης – ή εκείνης που φιλοδοξεί να γίνει τέτοια – για την επικράτησή της δια της βίας, μέσω κυρίως του στρατού και των πολέμων που αυτός (απειλεί να) διεξάγει. Θεμελιώδης θέση μας είναι ότι η κατάργηση της ταξικής εκμετάλλευσης προϋποθέτει την αποδόμηση του μιλιταρισμού. Βασική προϋπόθεση αυτού του αγώνα είναι η εναντίωση στον στρατό, το θεσμό εκείνο που θρέφει και θρέφεται από το μιλιταρισμό.
Τώρα που ο πόλεμος έχει ξαναγίνει τόσο τραγικά επίκαιρος ως θέμα συζήτησης στην ελληνική κοινωνία, ίσως επειδή -και μόνο αφότου- η τελευταία έχει έρθει αναγκαστικά σε επαφή με τα θύματά του, υπάρχει μια ευκαιρία να τεθεί σε άλλη βάση η δημόσια συζήτηση ενάντια σε αυτόν. Ο πόλεμος στην Συρία δεν είναι απλά η στρατιωτική επέμβαση κάποιας μεγάλης επεκτατικής δύναμης, στην οποία νιώθουμε αντανακλαστικά απέναντι. Είναι κάτι ίσως περισσότερο αφηρημένο εκ πρώτης όψεως, κι όμως τόσο υπαρκτό και κοντινό, όσο είναι κι ένα στρατόπεδο μέσα ή δίπλα σε κάθε πόλη της Ελλάδας.
Ο πόλεμος στην Συρία είναι προϊόν του στρατιωτικό-βιομηχανικού συμπλέγματος και του αδιάκοπου ανταγωνισμού μεταξύ των πολιτικό-οικονομικών ελίτ, οι οποίες το συντηρούν παγκοσμίως. Η συριακή κοινωνία βρέθηκε πάνω στην πλέον κόκκινη γραμμή αυτού του αδυσώπητου ανταγωνισμού, με ένα ανεξάντλητο απόθεμα όπλων στη διάθεση των πρόθυμων αντιπροσώπων των κύριων εμπλεκομένων στην περιοχή. Τα αποτελέσματα αυτής της ιδιότυπης συνθήκης, όπου όλοι οι μεγάλοι γεωπολιτικοί ανταγωνιστές έχουν στυλώσει τα πόδια τους πάνω σε ένα μέρος, χωρίς διάθεση υποχώρησης αλλά ούτε -ακόμη- και ολοκληρωτικής απευθείας αναμέτρησης, είναι τα εξής : αφενός η ολοκληρωτική καταστροφή μιας χώρας με μια άνευ προηγουμένου ανθρωπιστική τραγωδία και αφετέρου η δαμόκλειος σπάθη της παγκόσμιας σύρραξης ακριβώς πάνω από τα κεφάλια μας, έτοιμη να πέσει ανά πάσα στιγμή.
Με δεδομένη ήδη την εμπλοκή του ελληνικού κράτους (μέσω στρατιωτικών και μη υποδομών στο έδαφός του, τις οποίες χρησιμοποιούν δυνάμεις που εμπλέκονται στον πόλεμο, με την ενεργή συμμετοχή του στο ΝΑΤΟ – μια συμμετοχή που κάνει την εμπλοκή του αμεσότερη στην περίπτωση της γενικότερης ανάφλεξης, και εμπεδώνει ακόμα περισσότερο με τις διαβόητες περιπολίες του στο Αιγαίο), το αντιπολεμικό αίσθημα μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας οφείλει να στραφεί ενάντια στο εγχώριο στρατιωτικό σύμπλεγμα. Ειδάλλως το μόνο που θα συμβεί θα αφορά την εμπέδωση των «κακών υπερδυνάμεων και προαιώνιων εχθρών», κρύβοντας «κάτω από το χαλάκι» τις ευθύνες του ελληνικού κράτους και του ελληνικού ιμπεριαλισμού, οξύνοντας τον ντόπιο εθνικισμό.
Η ίδια η ύπαρξη του στρατού, εμπλέκει τις κοινωνίες σε πολεμικές περιπέτειες για χάρη των αφεντικών, αργά ή γρήγορα. Η ύπαρξή του και μόνο, κάνει τον πόλεμο πιο εύκολο και κοντινό, περισσότερο ακόμα κι από όσο θα θέλανε τα αφεντικά του, κάποιες φορές. Ο στρατός και ο μιλιταρισμός γεννάνε πολέμους, εκτός των άλλων για την ίδια τους την αναπαραγωγή και τη διαιώνισή τους. Κι αν δεν βρίσκουν εχθρό έξω από τα σύνορα, θα βρουν εντός τους. Μη ξεχνάμε ότι στη Συρία, τη μεγαλύτερη ευθύνη για τις ερειπωμένες πόλεις, τους νεκρούς από βομβαρδισμούς και για τους ξεσπιτωμένους, την έχει ο εθνικός στρατός της χώρας, μεγαλύτερη και από κείνη όλων των υπολοίπων που βομβαρδίζουν σωρευτικά.
Ζούμε σε μια κοινωνία, κατά το ήμισυ πρώην και υποψήφιων φαντάρων. Αν δεν ξεριζωθεί το δηλητήριο του εθνικισμού και του μιλιταρισμού που έχει επί γενεές καθιζάνει στο κοινωνικό σώμα μέσω της υποχρεωτικής και καθολικής στράτευσης, και καθώς οι μνήμες απ’ τα πεδία των σφαγών φεύγουν μαζί με εκείνους που τα έζησαν, ο πόλεμος «των άλλων» θα παραμένει αποκρουστικός, αναλόγως τη θέση τους στα κυρίαρχα εθνικιστικά ή ιδεολογικά αφηγήματα. Για αυτόν το λόγο και τα εγχώρια αντιπολεμικά κινήματα, όποτε αυτά εκφράστηκαν με όρους μαζικότητας, αφορούσαν την αντίθεση σε κάποια στρατιωτική επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων του λεγόμενου ιμπεριαλιστικού δυτικού μπλοκ, εις βάρος είτε ενός «αδελφού λαού», είτε ενός κράτους-δορυφόρου του ρωσικού κράτους. Για αυτό και ούτε καν εκδηλώθηκαν, όταν ο μεγάλος μας μεταφυσικός εθνικός (ή και ιδεολογικός) σύμμαχος βρισκόταν στη θέση της επιτιθέμενης δύναμης που επεμβαίνει στρατιωτικά κάπου, λ.χ. στη Συρία εδώ και 5 χρόνια. Για τον ίδιο λόγο αποτελούσαν κινηματικές εξάρσεις που ενεργοποιούνταν μονάχα συγκυριακά, χωρίς να αμφισβητήσουν ποτέ ουσιαστικά το εγχώριο εκκολαπτήριο του πολέμου: τα ελληνικά στρατά.
Ένα επικαιροποιημένο, αληθινά αποτελεσματικό αντιπολεμικό κίνημα, ή θα στρέφεται ενάντια στον εγχώριο μιλιταρισμό, ή θα παραμένει μια ακίνδυνη επαναστατική γυμναστική που θα μιλάει για τα μακρινά και ανώδυνα. Κάθε σκέψη, κάθε εικόνα, κάθε λόγος που γειώνει κοινωνικά την στρατιωτική παράτα θα πρέπει να καταγγέλλεται και να αποδομείται. Υπό αυτήν την οπτική, η αντιμιλιταριστική στάση είναι η κατεξοχήν αντιπολεμική, όπως και να εκδηλώνεται αυτή. Ακόμα και μέσα στο στρατό, έστω και σε απλό διαπροσωπικό επίπεδο γκρίνιας στα παραμύθια των καραβανάδων που πρέπει να εσωτερικεύσουν οι φαντάροι, ούτως ώστε να εκλογικεύσουν τον παραλογισμό της θητείας. Προφανώς όμως, η αποφυγή της και – σαφώς περισσότερο – η δημόσια ολική άρνησή της, δίνει ένα δυνατό χαστούκι στον μιλιταρισμό.
Η αλληλεγγύη μας λοιπόν στους ολικούς αρνητές στράτευσης πηγάζει κατευθείαν από την αντίθεσή μας στον πόλεμο. Θέλουμε στη βάση αυτή, να γίνει υπόθεση ενός αντιπολεμικού κινήματος που αμφισβητεί και αποδομεί το μιλιταρισμό ως πρωταρχική και συγκολλητική ουσία όλων των πολέμων, αυτών που υπήρξαν, αυτών που εξελίσσονται και όσων ετοιμάζονται να ξεσπάσουν. Στην ίδια αυτή βάση δηλαδή που στεκόμαστε αλληλέγγυοι και με τους πρόσφυγες, οικονομικούς και μη, όχι μονάχα ως θύματα πολέμων, δικτατοριών και απολυταρχιών, αλλά και ως εκ του αποτελέσματος λιποτάκτες πολεμικών συγκρούσεων και στρατοκρατικών καθεστώτων.
Γνωρίζουμε ότι μια ιδιαίτερα κραταιή μομφή εναντίον των προσφύγων είναι το ότι «δεν έκατσαν να πολεμήσουν». Για το αντιπολεμικό αίσθημα που επιδιώκουμε να καλλιεργηθεί, αυτό θα λογαριαζόταν ως αιτία θαυμασμού, και όχι απαξίας! Δυστυχώς, η μομφή αυτή βγαίνει και από χείλη ανθρώπων που έχουν λιώσει σόλες σε αντιπολεμικά συλλαλητήρια – μία ακόμη απόδειξη ότι όσοι δικαιολογούν ιδεοληπτικά κάποιες πολεμικές συγκρούσεις, καταλήγουν να στοιχίζονται πίσω από τον υπόλοιπο «κεντροακραίο» εθνικό κορμό.
Επιστρέφοντας λοιπόν εκεί από όπου ξεκινήσαμε, δίνουμε τη δική μας απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε:
Στη θέα των ισοπεδωμένων πόλεων, των ξεβρασμένων πτωμάτων, των καραβανιών των ξεριζωμένων στις λεωφόρους της Δύσης – υπό την απειλή μιας παγκόσμιας πολεμικής σύρραξης που εγείρει τις de facto επεκτατικές ορέξεις και του ελληνικού κράτους – το αυθόρμητο αίσθημα της αλληλεγγύης σε πρόσφυγες και μετανάστες οφείλει να γίνει το γόνιμο έδαφος για ένα αντιπολεμικό κίνημα που αγκαλιάζει και προτάσσει την αντιμιλιταριστική δράση. Αγκαλιάζει τους «λιποτάκτες» των πολεμικών μετώπων, όσους/ες διώχτηκαν με βία από δικτατορικά καθεστώτα, αλλά κι όσους με λόγο και πράξη αρνούνται τη συμμετοχή τους στους κρατικούς πολέμους στην Ελλάδα και παντού.
Θα τολμήσουμε να πούμε πως η ολική άρνηση στράτευσης ενταγμένη στην ιστορική περίοδο που διανύουμε δεν είναι απλά ένας τακτικός ελιγμός, ούτε στρατηγική επιλογή αντιπαράθεσης με το στρατό και το κράτος του. Μπορούμε πλέον να θέσουμε την ολική άρνηση στράτευσης ως κοινωνική ανάγκη, καθώς η ισχύς της σύγχρονης πολεμικής μηχανής μας απειλεί με αφανισμό και θέτει αξιακά και υπαρξιακά ερωτήματα.
ΚΑΤΩ ΟΛΟΙ ΟΙ ΣΤΡΑΤΟΙ
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΕ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ ΟΛΙΚΟΥΣ ΑΡΝΗΤΕΣ ΣΤΡΑΤΕΥΣΗΣ
Πρωτοβουλία ενάντια στο μιλιταρισμό
Χανιά, Απρίλιος 2016
Υποβολή απάντησης